τερατομορφία — η η τερατώδης μορφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωκαρδία — η τερατομορφία κατά την οποία η καρδιά βρίσκεται έξω από τον θώρακα … Dictionary of Greek
ετερομορφία — η (Μ ἑτερομορφία) [ετερόμορφος] νεοελλ. (για ζώα, φυτά και ορυκτά) η εμφάνιση ενός είδους με περισσότερες από μία μορφές μσν. (για τον Μινώταυρο) η παρέκκλιση από τη συνηθισμένη φυσική μορφή, η τερατομορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερομορφία <… … Dictionary of Greek
καρικατούρα — η 1. γελοιογραφία, γελοία απομίμηση, γελοιογράφημα 2. παρωδία 3. τερατομορφία, δυσμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caricatura] … Dictionary of Greek
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek
αποκλίσεις, βιολογικές — Με την ευρεία έννοια, β.α. θεωρούνται όλες οι ανωμαλίες που εμφανίζονται στους οργανισμούς και αφορούν τις μορφολογικές έμφυτες εκτροπές από τους θεμελιώδεις χαρακτήρες τους. Β.α. μπορεί να εμφανιστούν σε ένα όργανο ή σε μια λειτουργία ενός… … Dictionary of Greek
Ζοφρουά ή Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, Ισιντόρ — (Geoffroy Isidore Geoffroy Saint Hilaire, 1805 – 1861). Γάλλος φυσιοδίφης, γιος του Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ (βλ. λ. παραπάνω). Αν και οπαδός των απόψεων του πατέρα του, έκανε ορισμένες υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες μεταβλητότητας των… … Dictionary of Greek